διαβοήτου

διαβοήτου
διαβόητος
noised abroad
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Παταικίων — ωνος, ὁ, Α όνομα διαβόητου κλέφτη …   Dictionary of Greek

  • λοπαδοφυσητής — λοπαδοφυσητής, οῡ, ὁ (Α) (επίθετο τού διαβόητου γαστρίμαργου αυλητή Δωρίωνος) αυτός που φυσά τις λοπάδες αντί για τον αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοπάς, άδ ος «πιατέλα» + φυσητής (< φυσώ)] …   Dictionary of Greek

  • μαφία — (Mafia). Δίκτυο παράνομων εγκληματικών οργανώσεων, σικελικής προέλευσης. Η ετυμολογία της λέξης μ. είναι αβέβαιη· πιθανολογείται ότι προέρχεται από την αραβική λέξη μέχια = καυχησιολογία, η οποία σημαίνει στην κυριολεξία νταηλίκι, κομπασμός. Όπως …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”